ραμάς

ραμάς
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕψιστος θεός».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Τσιριμώκος — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών και ενός λογοτέχνη. 1. Ιωάννης (Λαμία 1867 – Αθήνα 1934). Εξελέγη βουλευτής Φθιώτιδας και Φωκίδας (1899), πρόεδρος της Βουλής (1911 και 1912) και υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου (1912). Πήρε ενεργό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”